τυπογραφώ

τυπογραφώ
[типографо] ρ печатать (в типографии).

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τυπογραφώ" в других словарях:

  • τυπογραφώ — τυπογραφῶ, έω, ΝΜ τυπώνω, εκτυπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + γραφῶ (< γράφος*)] …   Dictionary of Greek

  • τραβώ — τράβηξα, τραβήχτηκα, τραβηγμένος 1. έλκω, σέρνω, έλκοντας μετακινώ: Τραβώ την καρέκλα. 2. σέρνω κάποιον χωρίς τη θέλησή του, ταλαιπωρώ: Μετραβάνε τώρα στα δικαστήρια. 3. σέρνω από τη θήκη, χτυπώ, πυροβολώ: Τραβώ το σπαθί. – Του τράβηξε ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»